Ὀποῦντι

Ὀποῦντι
Ὀπόεις
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στέφος — το, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ όνομά του [τού ήρωος]», Κάλβ.) μσν. εκκλ. το στεφάνι τού μαρτυρίου αρχ. 1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.) 2. σπονδή 3. (κατά τον Ησύχ.) στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”